- πιονέρης
- και πιονέρος, ο, θηλ. -ισσα, Νβλ. πιονιέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιονιέρος — και πιονέρης, ο, θηλ. ισσα, Ν 1. άνθρωπος πρωτοπόρος σε μια προσπάθεια, σκαπανέας, πρωτεργάτης 2. συν. στον πληθ. οι πιονιέροι τα μέλη τής οργάνωσης παίδων που ιδρύθηκε το 1922 στη Σοβιετική Ένωση και στην οποία ανήκαν παιδιά ηλικίας 7 έως 14… … Dictionary of Greek